ξεκάμωμα — το το ξέκαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + κάμωμα (< καμώνω)] … Dictionary of Greek
ξεκάμωμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεκάνω. 2. φόνος, εξόντωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)